- πιτύρων
- πιτύ̱ρων , πίτυρονhusks of cornneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъроубьнъ — (1*) пр. к отърѹби1, 2: и бы(с) свѧзанъ весь и ѡкованъ въ домѹ темничнѣмь, и да˫ахѹ || ѥмѹ ѡтрѹбна хлѣба мало и воды мало съ ѡцтомь въ мѣрѹ (ἐκ πιτύρων) ГА XIV1, 108а–б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek
πιτυρίζω — Α [πίτυρον] επικαλύπτομαι με στρώμα πιτύρων … Dictionary of Greek
σάκελλος — ὁ, Α μικρός σάκος («σάκελλοι διὰ πιτύρων» μικρές θήκες γεμάτες με βρασμένα πίτυρα τις οποίες χρησιμοποιούσαν ως κατάπλασμα, Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός σάκος»] … Dictionary of Greek